- περιγνάμπτω
- ΜΑκάμπτω, κλίνω, λυγίζωαρχ.1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και τό προσπερνώ2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω3. κυρτώνομαι, λυγίζω4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τόν κάνω να καμφθεί, να ενδώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γνάμπτω «κάμπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.